- ὀδυνηρά
- ὀδυνηρόςpainfulneut nom/voc/acc plὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρόςpainfulfem nom/voc/acc dualὀδυνηρά̱ , ὀδυνηρόςpainfulfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀδυνηρᾷ — ὀδυνηρός painful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηράν — ὀδυνηρά̱ν , ὀδυνηρός painful fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδυνηράς — ὀδυνηρά̱ς , ὀδυνηρός painful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
σκόρπαινα — (scorpaena scrofa). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκορπαινιδών. Εξαιτίας του χοντρού σχήματος και των πολυάριθμων ακροχορδώνων, η σ. έχει άσχημη εμφάνιση· τα ισχυρά αγκάθια με τα οποία είναι προικισμένο το μπροστινό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
επαλγής — ἐπαλγής> ές (Α) οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῑς [ἅλες]», Στράβ.). επίρρ... ἐπαλγῶς αλγεινά, οδυνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλγής (< άλγος «πόνος»)] … Dictionary of Greek
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
νωτονήκτης — (notonecta). Ετερόπτερα υδρόβια έντομα που μοιάζουν με τις κόριζες, έχουν τη συνήθεια να κολυμπούν ανάσκελα, και από εκεί προέρχεται η ονομασία τους. Το πάνω μέρος του σώματος τους είναι κυρτό και μοιάζει με βάρκα, που κινείται με τη βοήθεια των… … Dictionary of Greek